κατάβραχα

κατάβραχα
επίρρ. прямо на скалах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κατάβραχα" в других словарях:

  • κατάβραχα — επίρρ., πάνω στα βράχια: Ανέβηκε κατάβραχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάβραχος — κατάβραχος, ον (Μ) (για τόπους) γεμάτος βράχια, βραχώδης. επίρρ... κατάβραχα πάνω στα βράχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βραχος (< βράχος), πρβλ. ανεμό βραχος, ξερόβραχος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»